φκιαριά

φκιαριά
η
βλ. φτυαριά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φτυαριά — φτυαριά, η και φκιαριά, η 1. η ποσότητα που χωράει στο φτυάρι. 2. χτύπημα με φτυάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”